- ενεργούμενο
- τοάνθρωπος που ενεργεί σαν άβουλο όργανο άλλου, που υπακούει τυφλά σε άλλους, ανδρείκελο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ενεργώ — και ενεργάω (AM ἐνεργῶ, έω) [ενεργός] 1. (με εμπρόθ. προσδ. ή επίρρ.) συμπεριφέρομαι («ενεργώ κατά συνείδηση», «σωστά ενήργησες») 2. εκτελώ, διεξάγω, επιχειρώ κάτι (α. «ενεργώ έρευνα, επιθεώρηση, έφοδο» κ.λπ. β. «ἐνήργουν τά τοῡ πολέμου», Πολύβ.) … Dictionary of Greek
ενεργώ — ενέργησα, ενεργήθηκα, ενεργημένος, μτβ. 1. βρίσκομαι, είμαι σε ενέργεια, σε δράση, αναπτύσσω δραστηριότητα: Ενεργώ να πάρω δάνειο. 2. διενεργώ κάτι, το εκτελώ, το πραγματοποιώ: Ενεργούνται ανακρίσεις. 3. κάνω ό,τι πρέπει για σωστή διεκπεραίωση,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)